Στην υλοποίηση του έργου «Παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας στο Κτίριο Αρχιτεκτονικής και στο Κτίριο Βιβλιοθήκης», προχώρησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του προγράμματος «Εξοικονομώ» για τους ΟΤΑ.
Με την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου έργου αναβαθμίζεται ο ρόλος του Δήμου με τη δημιουργία ενός προτύπου για την περιβαλλοντική αναβάθμιση των κτιρίων της πόλης, μέσω της δυνατότητας επίδειξης των νέων τεχνολογιών, εφαρμοσμένων πλέον στην πράξη.
Οι παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στα δύο κτίρια είναι:
• Αντικατάσταση παλαιών υαλοπινάκων και κουφωμάτων
• Τοποθέτηση σκιάστρων όπου απαιτούνταν από την ενεργειακή μελέτη
• Θερμομόνωση του δώματος και των επιφανειών των εξωτερικών τοίχων
• Αντικατάσταση των υπαρχόντων φωτιστικών σωμάτων με περισσότερο ενεργειακά αποδοτικά
• Αναβάθμιση των συστημάτων θέρμανσης και κλιματισμού
• Τοποθέτηση και λειτουργία συστήματος αυτοματισμού κτιρίων- ΒΜS
Το κτίριο της Κεντρικής Δημοτικής Βιβλιοθήκης μετά τις παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας, προϋπολογισμού 1,2 εκ. €, κατατάσσεται από την κατηγορία Γ’ που ήταν στην κατηγορία Β’, με υπολογιζόμενη ετήσια κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας 126,1 kWh/m2 και ετήσιες εκπομπές CO2, 43kg/m2, ενώ το κτίριο Αρχιτεκτονικής του Δήμου κατατάσσεται από την κατηγορία Δ΄ στην Α’, με υπολογιζόμενη ετήσια κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας 105,8 kWg/m2 και ετήσιες εκπομπές CO2, 36,1 kg/m2.
Από τις παρεμβάσεις, συνολικά εξοικονομούνται ετησίως 785.000 kWh, ενώ έχουν μειωθεί οι εκπομπές CO2 κατά 0,25 kt. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι πριν από την επέμβαση τα δύο κτίρια, ήταν από τα πλέον ενεργοβόρα του Δήμου Θεσσαλονίκης εξαιτίας των προ εικοσαετίας προδιαγραφών τους, αλλά και των εκτεταμένων επιφανειών υαλοστασίων στις όψεις τους. Τα αποτελέσματα της παρέμβασης ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, αρκεί να υπολογιστεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας Διαχειριστικής Αρχής, το Κτίριο της Αρχιτεκτονικής είναι το μόνο κτιριακό έργο ενεργειακής αναβάθμισης από όσα χρηματοδοτήθηκαν πανελληνίως, στο πλαίσιο του Προγράμματος «Εξοικονομώ», με το οποίο επιτεύχθηκε Ενεργειακή Κλάση Α’.
«Με το συγκεκριμένο έργο ο Δήμος Θεσσαλονίκης, εκτός του ότι εξασφαλίζει σημαντικό οικονομικό όφελος, λόγω της δραστικής μείωσης της ενεργειακής κατανάλωσης των δύο κτιρίων του, βελτιώνει επιπλέον τις συνθήκες εργασίας των υπαλλήλων που απασχολούνται σε αυτά, ενώ ταυτόχρονα παρέχει ελκυστικούς χώρους για το κοινό» επισημαίνει ο Αντιδήμαρχος Τεχνικών Έργων και Περιβάλλοντος, Θανάσης Παππάς και σημειώνει: «Τα δύο ενεργειακώς αναβαθμισμένα δημοτικά κτίρια, μπορούν να αξιοποιηθούν ως πιλοτικά παραδείγματα αναφοράς, για τη γενίκευση ανάλογων επεμβάσεων στο κτιριακό δυναμικό του Δήμου, για την προώθηση μιας κοινής αντίληψης σε ζητήματα ενεργειακής διαχείρισης με στόχο την περιβαλλοντική αναβάθμιση. Τελικά, παρά τις καθυστερήσεις, το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει την επιλογή να αξιοποιήσουμε τους διατιθέμενους πόρους και να αναβαθμιστούν δύο σημαντικά κτίρια, που θα προσφέρουν αναβαθμισμένες υπηρεσίες στους δημότες και τους εργαζόμενους. Θα ήταν πολύ εύκολο να λέγαμε δεν μας φτάνει ο χρόνος και να μην γινόταν τίποτα. Τότε κανείς δεν θα αντιδρούσε. Τα συμπεράσματα στους πολίτες που μας παρακολουθούν και μας ελέγχουν».
Να σημειωθεί, τέλος, ότι παράλληλα με τις παραπάνω παρεμβάσεις, ο Δήμος Θεσσαλονίκης προχώρησε στην τοποθέτηση 100 ειδικών πινακίδων αναγραφής βαδίσματος, κόστους 36.734,79€, σε αναγνωρίσιμα σημεία της πόλης, που καθοδηγούν σε σημαίνουσες τοποθεσίες και μνημεία της Θεσσαλονίκης. Στις πινακίδες αναγράφονται στοιχεία, όπως η απόσταση και ο χρόνος βαδίσματος της κάθε διαδρομής και πολλά ακόμη ενδιαφέροντα στοιχεία.