Ο Βυζαντινός πολιτισμός αποτελεί συνέχεια του πολιτισμού τον οποίο ανέπτυξαν κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους οι Έλληνες. Συνίστατο δε στα εξής στοιχεία:
1. Συνέχισαν οι υπήκοοι του Βυζαντινού Κράτους να καλλιεργούν την αρχιτεκτονική τέχνη όχι μόνο στην ανέγερση εντυπωσιακών δημόσιων κτιρίων, αλλά κυρίως στην ναοδομία. Αποκορύφωμα της αρχιτεκτονικής επίδοσης ήταν η κατασκευή του ναού της του Θεού Σοφίας στην Κων/πολη, το αριστούργημα αυτό της αρχιτεκτονικής ιδιοφυΐας των Ανθεμίου και Ισίδωρου που ξεχώριζε όχι μόνο για την αρχιτεκτονική του δομή, αλλά και για την αγιογραφία του, Ο ιστορικός Προκόπιος, το έργο του ¨Περί των κτισμάτων του Ιουστινιανού¨, αναφερόμενος στην Αγιασοφιά, γράφει: “εν αυτώ (εννοείται … τω Ναώ) ο νους του ανθρώπου προς τον ουρανόν επαίρεται ου μακραν που ηγούμενος το θείον είναι”. Ο ναός αυτός, όπως είναι γνωστό, έχει χαρακτηρισθεί ως παγκόσμιο μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς και τελεί υπό την προστασία της Ουνέσκο.
2. Η αγιογραφία, ως ζωγραφική τέχνη των ναών, είναι ένας άλλος τομέας του Βυζαντινού πολιτισμού. Χρησιμοποιήθηκε εδώ η λεγόμενη ψηφιδογραφία. Ο Βυζαντινός αγιογράφος δεν επιδιώκει να εικονίσει την σωματική υπόσταση και αρτιμέλεια των προσώπων, αλλά το εσωτερικό τους είναι, όπως την πίστη με την οποία είναι διαποτιζόμενο στο εικονιζόμενο πρόσωπο, την εγκράτεια, την ευσέβεια την ευλάβεια, την περιφρόνηση των υλικών αγαθών, τη βίωση της ορθόδοξης πνευματικότητας, που πετυχαίνεται με την λατρευτική έξαρση και τη μυστηριακή ζωή. Αντικρίζει κανείς την εικόνα του Χριστού ως παντοκράτορα και νιώθει ένα βλέμμα και μια έκφραση που μοιάζει να έρχεται από το υπερπέραν.
Ορισμένες βέβαια εσφαλμένες ενέργειες και υπερβολές των πιστών στη χρήση των εικόνων και ο επηρεασμός του βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντος Γ’ από τον ισλαμισμό, που απαγόρευε την παράσταση του Θεού με εικόνες και αγάλματα, προκάλεσαν με πρωτεργάτη τον Λέοντα Γ΄, την εικονομαχική έριδα, που συγκλόνισε το Βυζάντιο επί ενάμιση περίπου αιώνα. Η έριδα έληξε με τη σύνοδο του 843, που στηρίχτηκε στη γνωμάτευση του Ι. Δαμασκηνού, ότι η χρήση των εικόνων δεν συνίσταται στη λατρεία τους, αλλά στην απονομή τιμής και σεβασμού, προς τα εικονιζόμενα πρόσωπα και όχι στο υλικό, με το οποίο είναι κατασκευασμένες. “Η τιμή και ο σεβασμός προς το πρωτότυπον διαβέβηκεν” έλεγεν ο Ι. Δαμασκηνός και πρόσθετε: “εικονίζω Θεόν τον αόρατον, ουχ ως αόρατον, αλλ’ως ορατόν γενόμενον δι’ημας μεθέξει σαρκός τε και αίματος. Ου την αόρατον εικονίζω θεότητα, αλλ΄ εικονίζω Θεού την οραθείσαν σάρκα”.
3. Η ευρεία διάδοση, χρήση και επικράτηση της Ελληνικής γλώσσας. Επίσημη γλώσσα βέβαια του Βυζαντινού κράτους μέχρι τα μέσα του έκτου αιώνα ήταν η λατινική. Τα επίσημα κρατικά έγγραφα, οι νόμοι, τα διατάγματα, ο Θεοδοσιάνειος και ο Ιουστινιάνειος κώδικας γράφονταν στα λατινικά. Μετά τον 6ο αιώνα κατέστη επίσημη γλώσσα του κράτους η ελληνική. Την ελληνική γλώσσα ωστόσο χρησιμοποιούσαν στο γραπτό και προφορικό λόγο ευρέως πολύ νωρίτερα, από τη χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, και πέρα από το σημερινό ελλαδικό χώρο, όπως στον Πόντο, στην Ιωνία, στην Καππαδοκία, στη μακρινή Συρία την Αίγυπτο και αλλού, περιοχές στις οποίες αναδείχθηκαν κορυφαίοι εκκλησιαστικοί πατέρες και συγγραφείς.
4. Η παιδεία. Στην παιδεία το Βυζάντιο έδωσε μεγάλη βαρύτητα. Τα παιδιά από την ηλικία των 6 ετών διδάσκονταν “το εξελληνίζειν την γλώσσαν”, διδάσκονταν δηλαδή γραμματική και συντακτικό, με αλφαβητάρι τα ομηρικά έπη. Στην ηλικία των 14 ετών διδάσκονταν, εκτός των άλλων, και τη ρητορική, προκειμένου να εθισθούν στην ορθή προφορά του ελληνικού λόγου, και αποστήθιζαν τα κείμενα αρχαίων κλασικών συγγραφέων.
Λειτουργούσαν πανεπιστημιακές, θα λέγαμε σήμερα, σχολές σε διάφορες πόλεις, όπως στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που εφάρμοζε την αλληγορία στην ερμηνεία των γραφών, στην Αντιόχεια της Συρίας που εφάρμοζε την κατά λέξη ερμηνεία, στην Αθήνα, όπου λειτουργούσε η περίφημη φιλοσοφική σχολή μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού, και στην Κων/πολη, όπου λειτουργούσε το πανεπιστήμιο της Μαγγναύρας. Στη Βυζαντινή επικράτεια αναδείχθηκαν κορυφαίοι λόγιοι, φιλόσοφοι, θεολόγοι, εκκλησιαστικοί συγγραφείς και υμνογράφοι. Ο Χρήστος Πανναράς παραλληλίζει στην “Πολιτιστική του Διπλωματία” τους Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Γρηγόριο τον Νύσσης, Μάξιμο τον ομολογητή και Γρηγόριο τον Παλαμά με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη “τουλάχιστον στο χώρο της κυρίως φιλοσοφίας”. Όλοι αυτοί οι εκκλησιαστικοί πατέρες και συγγραφείς και πολλοί άλλοι, που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν σε μια εισήγηση, συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του ελληνοβυζαντινού πολιτισμού, ο οποίος αντιμετωπιζόταν δυστυχώς για πολύ καιρό στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο με απαξίωση.
Θα κλείσουμε την παράγραφο αυτή προσθέτοντας ένα τελευταίο στοιχείο του Βυζαντινού πολιτισμού: τη διαμόρφωση νέου κοινωνικό – πολιτικού συστήματος με το θεσμό των κοινοτήτων ως ανώτατων οργάνων αυτοδιοίκησης, που εφαρμόστηκε κυρίως επί της Μακεδονικής Δυναστείας (867 -1057).
Τον λαμπρό αυτόν πολιτισμό του εξελληνισμένου Βυζαντίου όχι μόνο παραποίησαν και υποβάθμισαν, αλλά και διαστρέβλωσαν μερικοί λόγιοι της Δύσης, όπως ο Γάλλος Lebeau και ο Άγγλος Gibbon, οι οποίοι εμφάνισαν “την Βυζαντινή περίοδο ως παρατεταμένη αργόσυρτη διαδικασία παρακμής και ευτελισμού της Ελληνορωμαϊκής παράδοσης, θρίαμβο της βαρβαρότητας και τη θρησκοληψίας” και ο άθεος Βολταίρος, που ισχυρίστηκε ότι “η ιστορία του Βυζαντίου δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια γελοιότητα, ένα άθροισμα από ρητορεύματα και θαυματουργίες – ένα πλέγμα από επαναστάσεις στασιασμούς και χυδαιότητες”.
Χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να αρχίσει η Δύση να συνειδητοποιεί την μοναδική αξία του Βυζαντινού πολιτισμού και να αρχίσουν να εμφανίζονται λόγιοι, όπως ο Στηβ Ράμσιμαν στην Αγγλία, οι οποίοι με τις επιστημονικές του πραγματείες, μονογραφίες και διδακτορικές του διατριβές να εξαίρουν τα πολιτισμικά επιτεύγματα του Βυζαντίου. Σιγά σιγά παρατηρήθηκε, ένας οργασμός ενδιαφέροντος για το Βυζάντιο, που ανέτρεψε την απαξίωση των δυτικών διανοητών έναντι του Βυζαντίου. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο Ευρωπαίος συγγραφέας Φρέντερικ Χάρισον, ο οποίος με το σύγγραμά του “ΘΕΟΦΑΝΩ” που εξέδωσε πρόσφατα είναι καταπέλτης, εναντίον των ισχυρισμών των Αrbrac και Βολταίρου για το Βυζάντιο. Γράφει λοιπόν ο εν λόγω ο συγγραφέας στην εισαγωγή αυτού του βιβλίου του: “Η σύγχρονη έρευνα έδωσε τη δυνατότητα στους καλύτερους ιστορικούς μας να επαναδιατυπώσουν την ασυγχώρητα εσφαλμένη αντίληψη της ιστορίας…. Η οποία είχε διαστρεβλώσει την αληθινή γνώση για όσα συνέβησαν κατά την ύστερη ρωμαϊκή (βυζαντινή) αυτοκρατορία και έχει υποτιμήσει τη φύση του βυζαντινού πολιτισμού και την επίδραση του άσκησε στη Δύση μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα… Οι επιδερμικές εκτιμήσεις του Βολταίρου και του Λεμπώ και άλλων Γάλλων συγγραφέων, οι προκαταλήψεις των λατίνων και άλλων καθολικών αυθεντιών και η σύγχυση που είχε τότε προκληθεί…δεν έδωσαν την ευκαιρία στον απλό αναγνώστη να μελετήσει σοβαρά τα καταπληκτικά γεγονότα που συνέβησαν με επίκεντρο τη Νέα Ρώμη, η οποία υπήρξε το κέντρο του ενδιαφέροντος από την εποχή του Ιουστινιανού μέχρι την εποχή του Γοδεφρείδου (των σταυροφοριών). ”
Το ερώτημα που ανακύπτει, ύστερα από τα όσα αναφέρθηκαν, είναι ποια ήταν τα αίτια που ώθησαν λόγιους της Δύσης να εκφραστούν δυσμενώς για το Βυζάντιο και τον πολιτισμό του;
Είναι γεγονός ότι μετά τον 13ο αιώνα είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στη Δύση ένα δυσμενές κλίμα για τον ηγέτη του Ρωμαιοκαθολικισμού, τον Πάπα, εξαιτίας του αυταρχισμού του και ορισμένων κακοδοξιών και ενεργειών του, όπως ήταν το πρωτείο του το αλάθητο του όταν μιλούσε από καθέδρας για θέματα πίστεως, η εμπορία των συγχωροχαρτιών, ο απάνθρωπος θεσμός της Ιεράς Εξέτασης κ.α. Η δυσμένεια αυτή δεν περιορίσθηκε μόνο στο πρόσωπο του Πάπα, αλλά επεκτάθηκε συλλήβδην σε όλη τη Χριστιανοσύνη, συμπεριλαμβανομένης και της Ορθοδοξίας στην Ανατολή, την οποία προκλητικά αγνοούσαν γι αυτό και απροκάλυπτα παραποιούσαν. Στο μεταξύ εμφανίζονται στον Ευρωπαϊκό χώρο διάφορα διανοητικά ρεύματα και συστήματα που δεν χαρακτηρίζονται για το φιλοχριστιανικό τους περιεχόμενο, όπως είναι ο άθεος ουμανισμός, ο διαφωτισμός, ο άθεος υπαρξισμός, ο μαρξισμός, ο νιτσεϊσμός, κ.α. Από αυτά θα αναφερθούμε εν ολίγοις μόνο στο διαφωτισμό, σύμφωνα με περυσινή υπόσχεση μας.
Ο Διαφωτισμός απέβλεπε στην απαλλαγή του ανθρώπου από μεσαιωνικές δεισιδαιμονίες και προλήψεις και στη διάδοση γνώσεων, οι οποίες στηρίζονται στην ανθρώπινη λογική και είναι απαλλαγμένες από οποιαδήποτε αυθεντία και κηδεμονία.
Έδινε ξεχωριστή βαρύτητα στο λογικό στοιχείο του ανθρώπου και υποβάθμιζε τον βουλητικό και συναισθηματικό παράγοντα. Οι αντιλήψεις των πρωτεργατών του ήταν παρόμοιες με εκείνες των σοφιστών της Ελληνικής αρχαιότητας. Συνοψίζονται δε αυτές κατά τους υποστηρικτές του στις εξής αρχές:
1. Η σκέψη, η σοφία, η ευφυΐα και η αμφισβήτηση είναι αρετές.
2. Η ανωριμότητα είναι αποτέλεσμα της αμορφωσιάς.
3. Το καλό και το λογικό είναι ισάξια.
4. Ανεξιθρησκεία αντί του δογματισμού.
5. Ελευθερία αντί της απολυταρχίας.
6. Ισότητα αντί των ταξικών διαφορών.
7. Επιστήμη αντί των δεισιδαιμονιών και των προλήψεων
8. Ελευθερία και αυτονομία στη λογοτεχνία και γενικότερα στην τέχνη.
9. Η δημοκρατία είναι το ιδανικό πολίτευμα.
10. Όλοι οι άνθρωποι γεννήθηκαν και παραμένουν ίσοι και ελεύθεροι.
Κατά τον πανεπιστημιακό καθηγητή π. Γεώργιο Μεταλληνό, “κύριο στοιχείο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού είναι η αντίθεση του προς την θρησκευτική παράδοση. Ήταν μια αντιθρησκευτική στράτευση, αντικληρικαλιστική, αντίθεση στο Χριστιανισμό και ειδικότερα στον ρωμαιοκαθολικισμό και τον προτεσταντισμό, εξαιτίας προφανώς των υπερβολών του Πάπα… Η άγνοια της Ορθοδοξίας ως της πατερικής και αποστολικής συνέχειας, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση του Βυζαντινού πολιτισμού, που τον θεωρούσαν ως σκοταδισμό στην Δυτική Ευρώπη, παρέσυρε τους Ευρωπαίους διαφωτιστές στην ίδια αντιμετώπιση της ορθοδοξίας με την αντιμετώπιση της χριστιανικής Δύσης. Η δυσκολία τους συνίστατο ότι αδυναμία τους να αγγίξουν την νηπτική και ησυχαστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, την εμπειρία και τη θεοπυτία των Αγίων της και τη ορθόδοξη γενικά πνευματικότητα, που δεν γίνεται κατανοητή και αποδεκτή με την ανθρώπινη λογική, με διανοητικές διεργασίες και φιλοσοφικά επιχειρήματα, αλλά βιώνεται ως σχέση και αγαπητική κοινωνία του ανθρωπίνου προσώπου με το Θεό και τους άλλους ανθρώπους”.
Ύστερα από τα όσα ειπώθηκαν στο αποψινό μάθημα και τα όσα ακούγονται στα μαθήματα κλασικής παιδείας που διδάσκονται στο χώρο αυτό καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα, η πατρίδα μας δεν είναι καμιά πανίσχυρη στρατιωτική δύναμη ή ασυναγώνιστη βιομηχανική και οικονομική οντότητα. Ελλάδα και Ελληνισμός είναι κυρίως η ιστορίας της, η γλώσσα της, οι παραδόσεις της, ο πολιτισμός της, η ορθοδοξία της. Αυτά είναι τα κύρια συστατικά της και αυτά οφείλουμε να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού. Είναι αλήθεια ότι στις μέρες μας περνάμε μια θλιβερή πολιτισμική κρίση. Κι άλλες κρίσεις περάσαμε στο παρελθόν. Αλλά τις ξεπεράσαμε. Λένε ότι η Ελλάδα μοιάζει με τον μυθολογούμενο φοίνικα που αναγεννιέται από την τέφρα του. Ας μη χάνουμε λοιπόν την αισιοδοξία μας. Κι ας κλείσουμε το αποψινό μάθημα με μια νότα αισιοδοξίας, όπως την εκφράζει ο Κωστής Παλαμάς στο “Δωδεκάλογο του γύφτου”:
“Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο
και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε
που πιο βαθύ καμιά φυλή δεν είδε ως τώρα,
είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα
όμοια βαθύ εν’ ανέβασμα μας μέλλεται
προς ύψη ουρανοφόρα!”
Σας ευχαριστώ
Φ. Φάκας
(Εισήγηση στο Μαξίμειο Πνευματικό και Πολιτιστικό Κέντρο, στις 8.5.2019)
ΥΓ: Ο Φιλοκτήμων Φάκας, καθηγητής θεολόγος και φιλόλογος είναι σταθερός συνεργάτης και βασικός συντελεστής της επιτυχίας του Πνευματικού μας Συμποσίου Μαθήματα Κλασικής Παιδείας.