Το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδος μετά την αιφνιδιαστική αλλαγή του τρόπου υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, μέσα από διάταξη που συμπεριλήφθηκε στο κατατεθέν προς ψήφιση φορολογικό νομοσχέδιο και η οποία είναι άδικη, εσφαλμένη και θα έχει καταστροφικές συνέπειες τόσο στην βιωσιμότητα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων αλλά και στην ίδια την οικονομία και την απασχόληση, απέστειλε στον Υπουργό Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο την παρακάτω επιστολή :
Παρά τις πρόσφατες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι η μόνη πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση για τον ξενοδοχειακό κλάδο θα ήταν ο ήδη επαχθής φόρος διαμονής, με χρόνο έναρξης το 2018, διαπιστώνουμε ότι το υπό ψήφιση σχέδιο νόμου για την εφαρμογή της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων επιφυλάσσει και νέες ιδιαιτέρως αρνητικές εκπλήξεις υπό τη μορφή προσθέτων επιβαρύνσεων για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα στο άρθρο 50, όπου τροποποιούνται οι διατάξεις για τον ΕΝΦΙΑ, ορίζεται ότι «καταργείται η απαλλαγή των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των κερδοσκοπικών νομικών προσώπων, για τα οποία επιβάλλεται συμπληρωματικός φόρος με χαμηλό συντελεστή 0,1%».
Η λογική της απαλλαγής των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των ξενοδοχείων από τον συμπληρωματικό φόρο ΕΝΦΙΑ, βασίζεται στο γεγονός ότι οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις παρέχουν τις υπηρεσίες τους μέσω των εγκαταστάσεών τους, οι οποίες καθορίζονται
από αυστηρές τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές που συνιστούν το ξενοδοχειακό προϊόν και επομένως όταν φορολογείται το ξενοδοχειακό ακίνητο στην πραγματικότητα επιβαρύνεται το κόστος παραγωγής.
Παρά το γεγονός ότι κατόπιν το συνεχών παρεμβάσεών μας, η ανωτέρω λογική ήταν –μέχρι πρότινος – απολύτως κατανοητή και αποδεκτή τόσο από το Υπουργείο σας όσο και από το Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, επαναλαμβάνουμε, υπό την πίεση των νέων δεδομένων για άλλη μία φορά τα παρακάτω, αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα:
• Η τοποθεσία του ξενοδοχείου, σε σύγκριση με τη βιομηχανία και τις άλλες οικονομικές δραστηριότητες, αποτελεί σημαντικό παράγοντα ελκυστικότητας του προϊόντος που παρέχει το ξενοδοχείο και γι’ αυτό το λόγο η πλειονότητα των ξενοδοχείων είναι εγκατεστημένη σε αξιόλογες τοποθεσίες ή στα κέντρα των πόλεων. Οι υψηλές όμως αντικειμενικές αξίες που ισχύουν σε αυτές τις περιοχές συνεπάγονται υψηλή φορολογική επιβάρυνση επί των ξενοδοχειακών ακινήτων και καταλήγουν να «τιμωρούν» την επιχείρηση γι’ αυτό που πρέπει από τη φύση της να παρέχει.
• Όλοι οι χώροι των ξενοδοχειακών ακινήτων προορίζονται, σύμφωνα με την ξενοδοχειακή νομοθεσία, αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των πελατών τους με σαφή και προσδιορισμένη χρήση, που εγκρίνεται, εκτός από την πολεοδομία και από τις αρμόδιες υπηρεσίες τουρισμού, από τις οποίες και αδειοδοτείται, με συνέπεια να μην επιτρέπεται εκ του νόμου να χρησιμοποιηθούν οι χώροι αυτοί για άλλη δραστηριότητα πλην της ξενοδοχειακής. Αυτό σημαίνει ότι το ξενοδοχειακό ακίνητο δεν μπορεί ούτε να κατατμηθεί, ούτε να αυξομειώσει την επιφάνεια του και να την εκμεταλλευθεί στη βάση κάποιου άλλου εμπορικού σκοπού.
• Η συνολική έκταση της επιφάνειας των ξενοδοχειακών κτιρίων και γηπέδων καθορίζεται με βάση την κατηγορία του ξενοδοχείου και τη δυναμικότητα, ώστε να περιλάβει όλο το εύρος των εγκαταστάσεων και υπηρεσιών που υποχρεούνται να παρέχουν στους πελάτες τους (π.χ. συνεδριακές αίθουσες, πισίνες, spa, γήπεδα βόλεϊ, τένις, γκολφ). Οι υπηρεσίες όμως αυτές δεν παράγουν πρόσθετο εισόδημα για την ξενοδοχειακή επιχείρηση, απλώς εμπλουτίζουν το ξενοδοχειακό της προϊόν και την καθιστούν πιο ανταγωνιστική, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τη βιωσιμότητά της στις διεθνείς αγορές.
• Το ξενοδοχειακό προϊόν ακολουθεί αυστηρά τους όρους λειτουργίας της παγκόσμιας τουριστικής αγοράς και οι τιμές του διαμορφώνονται με βάση τον ανταγωνισμό, ο οποίος ως γνωστόν, είναι εξαιρετικά έντονος, αφού πολλοί προορισμοί στη Μεσόγειο παρέχουν το αντίστοιχο προϊόν (ήλιος και θάλασσα) σε καλύτερες τιμές . Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι τιμές των ξενοδοχειακών υπηρεσιών, πιεζόμενες από τον ανταγωνισμό, να καθηλώνονται σε χαμηλά επίπεδα, ανεξάρτητα από το κόστος παραγωγής και κάθε νέα φορολογική επιβάρυνση να συνιστά επιπλέον κόστος που δεν επιδέχεται απορρόφηση και τελικώς εμπόδιο στη διατήρηση της βιωσιμότητάς της επιχείρησης , αφού αυξάνει υπέρμετρα το μη λειτουργικό κόστος του ξενοδοχειακού προϊόντος.
• Ο τουρισμός πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εξαγώγιμη δραστηριότητα και να εντάσσεται στο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς των εξαγωγών. Έχει αποδειχθεί ότι η αύξηση της τουριστικής δραστηριότητας έχει πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στο σύνολο της εθνικής οικονομίας και αποφέρει ως εκ τούτου πολύ μεγαλύτερα έσοδα στο κράτος από κάθε άλλο κλάδο.
Είναι απολύτως προφανές από τα ανωτέρω ότι η εν λόγω διάταξη του άρθρου 50 είναι όχι μόνο παντελώς εσφαλμένη και άδικη, αλλά και θα έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα για τα δημόσια έσοδα και την απασχόληση. Και τούτο διότι, αν παράλληλα συνυπολογίσουμε τόσο τις πρόσφατες επιβαρύνσεις στο ξενοδοχειακό προϊόν με το διπλασιασμό του συντελεστή ΦΠΑ στη διαμονή και την αύξηση κατά 11 μονάδες του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση σε συνάρτηση με την κατάργηση της έκπτωσης του 30% στα νησιά του Αιγαίου όσο και την επιβαλλόμενη με το ίδιο νομοσχέδιο επιβάρυνση με την επιβολή φόρου διαμονής, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό τουριστικό προϊόν υποβαθμίζεται καθοριστικά ως προς την ανταγωνιστικότητα και την ελκυστικότητα του.
Οι Έλληνες ξενοδόχοι έχουν από αρχής της κρίσης επιτελέσει στο μέγιστο βαθμό το πατριωτικό τους καθήκον, στηρίζοντας την εθνική προσπάθεια για ανάκαμψη. Όμως, με την ιδιότητα του θεσμικού συμβούλου της Πολιτείας για θέματα ξενοδοχίας, είμεθα υποχρεωμένοι να σας επισημάνουμε ότι πλέον αδυνατούν ειλικρινώς να ανταπεξέλθουν στη νέα φορολογική πραγματικότητα που διαμορφώνεται με το παρόν νομοσχέδιο και καταδικάζονται σε μαρασμό και λουκέτα, συμπαρασύροντας δυστυχώς το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας.
Προς τούτο, ζητούμε μετ’ επιτάσεως την προσωπική σας παρέμβαση για την άμεση απόσυρση της εν λόγω διάταξης έστω και την ύστατη στιγμή.