Ένα νέο μυκηναϊκό ανάκτορο φέρνουν στο φως στην πεδιάδα της Σπάρτης οι αρχαιολογικές έρευνες που πραγματοποιούνται από το 2009 στο λόφο του Αγίου Βασιλείου, κοντά στο χωριό Ξηροκάμπι Λακωνίας. Ανευρέθησαν επίσης πολλές πινακίδες Γραμμικής Β’ Γραφής, της πρώτης δηλαδή καταγραφής της ελληνικής γλώσσας. Οι γραπτές αυτές μαρτυρίες συνιστούν το πολυτιμότερο εύρημα της ανασκαφής, που καθίσταται ακόμη πιο σημαντικό καθώς εντάσσεται στη σφαίρα της πρωτοϊστορίας για τον ελληνικό χώρο, όπου τα γραπτά τεκμήρια είναι ελάχιστα (επισυνάπτεται ξεχωριστό κείμενο και φωτογραφικό υλικό).
Η ανασκαφή στον Άγιο Βασίλειο διεξάγεται τα τελευταία χρόνια υπό τη διεύθυνση της επίτιμης Εφόρου Αρχαιοτήτων κυρίας Αδαμαντίας Βασιλογάμβρου και χαρακτηρίζεται ως μία από τις πιο σπουδαίες συστηματικές ανασκαφές στον τομέα της ελληνικής πρωτοϊστορίας.
Το χώρο της ανασκαφής επισκέφθηκε την περασμένη Παρασκευή η αν. Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού κυρία Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, όπως άλλωστε και μια δεύτερη σημαντική ανασκαφή που διεξάγεται στην ευρύτερη περιοχή της Σπάρτης: αυτή του Ιερού του Αμυκλαίου Απόλλωνα στο λόφο Αγίας Κυριακής στις Αμύκλες Λακωνίας.
Η ανασκαφή του Ιερού του Αμυκλαίου Απόλλωνα διεξάγεται υπό τη διεύθυνση του ομότιμου καθηγητή κ. Άγγελου Δεληβορριά και φέρνει στο φως ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά ιερά με έναρξη ζωής στα γεωμετρικά χρόνια. Η ερευνητική ομάδα διαφωτίζει αργά αλλά με επιμονή και υπομονή το θέμα του ναού (Θρόνου) του Απόλλωνα, που έχει απασχολήσει πολλούς επιστήμονες μέχρι σήμερα. Η έρευνα πραγματοποιείται κάτω από δυσχερείς συνθήκες, διότι το Ιερό έχει υποστεί εκτεταμένη καταστροφή κατά το παρελθόν.
Σε δύσκολες μέρες, οι Ελληνες αρχαιολόγοι καταφέρνουν να παράγουν εξαιρετικά επιστημονικά αποτελέσματα και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών. Για το 2015 ξεπερνούν τις 150 οι συστηματικές ανασκαφές και επιφανειακές, γεωαρχαιολογικές και γεωφυσικές διεπιστημονικές έρευνες που διεξάγονται σε όλη την επικράτεια από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, Ελληνικά Ιδρύματα με εξειδίκευση στον τομέα της αρχαιολογικής και παλαιοντολογικής έρευνας και Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές, πάντα με την εξασφάλιση των απαραίτητων κατά νόμο εγκρίσεων.
Ο μεγάλος αριθμός των συστηματικών ερευνών στον τομέα της αρχαιολογίας που πραγματοποιούνται κατ’ έτος, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, καταδεικνύει τη σημασία του αρχαιολογικού πλούτου και της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας και τη σπουδαιότητά της παγκοσμίως. Η ηθική και υλική συμπαράσταση στο έργο των ερευνητών αποτελεί βασικό μέλημα του Υπουργείου Πολιτισμού.
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Οι αρχαιολογικές έρευνες που πραγματοποιούνται από το 2009 στο λόφο του Αγ. Βασιλείου, κοντά στο χωριό Ξηροκάμπι Λακωνίας, φέρνουν στο φως ένα νέο μυκηναϊκό ανάκτορο στην πεδιάδα της Σπάρτης.
Με την εφαρμογή μεθόδων γεωφυσικής διασκόπησης έχουν εντοπιστεί θαμμένα οικοδομικά κατάλοιπα με σταθερό προσανατολισμό σε έκταση 35 τουλάχιστον στρεμμάτων.
Η αρχή της εγκατάστασης ανάγεται στην μεταβατική περίοδο από την Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική-Μυκηναϊκή εποχή (17ος-16ος αι. π.Χ.), στην οποία χρονολογείται το νεκροταφείο κτιστών κιβωτιόσχημων τάφων και απλών λάκκων στην κορυφή του λόφου. Στην ίδια εποχή χρονολογείται και η πρώτη οικοδομική φάση της εγκατάστασης, η οποία, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, καταστράφηκε κατά την ΥΕ ΙΙΒ-ΙΙΙΑ1 περίοδο (τέλη 15ου-αρχές14ου αι. π.Χ), πιθανόν από πυρκαγιά. Μετά την πρώτη αυτή καταστροφή, ιδρύονται νέα ισχυρά και εκτεταμένα ανακτορικά κτήρια. Αυτά αναπτύσσονται περιμετρικά μιας μεγάλης κεντρικής αυλής, στις δύο πλευρές της οποίας (νότια και δυτική) έχει αποκαλυφθεί στοά επί πεσσοκιονοστοιχίας. Σε δωμάτιο του ορόφου της Δυτικής Στοάς φυλασσόταν ένα αρχείο του ανακτόρου, η ανασκαφή του οποίου βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι ωμές πήλινες πινακίδες, στις οποίες ήσαν χαραγμένα τα κείμενα σε γραμμική Β γραφή, διατηρήθηκαν χάρη σε πυρκαγιά που επίσης κατέστρεψε τα νέα ανακτορικά κτήρια κατά την ΥΕ ΙΙΙ Α περίοδο (14ος αι. π.Χ.). Το αρχείο περιλαμβάνει πινακίδες όλων των γνωστών από τα άλλα ανακτορικά κέντρα τύπων, φυλλόσχημες και σελιδόσχημες, καθώς και ετικέτες και πήλινα σφραγίσματα. Στα κείμενα αναφέρονται παροχές αγαθών σε ιερό ή ιερά, ανδρικά και γυναικεία ονόματα, τοπωνύμια και ο τίτλοςάναξ στη γενική πτώση, άνακτος. Με λατρευτικές – θρησκευτικές πρακτικές συνδέεται ένα από τα κτήρια που ανασκάπτονται ανατολικά της αυλής, το Κτήριο Α. Η φωτιά έψησε και διατήρησε σε ικανό ύψος την ωμοπλινθοδομή και την πηλοκονία των εσωτερικών διαχωριστικών τοίχων του, στο οποίο έχουν μέχρι στιγμής ερευνηθεί δέκα δωμάτια. Αυτά περιείχαν πολλά χαρακτηριστικά λατρευτικά αντικείμενα και σκεύη, όπως πήλινα ειδώλια βοοειδών και ελεφαντοστέινο ειδώλιο ανδρικής μορφής που κρατάει νεαρό μοσχαράκι ή ταύρο, μεγάλο πήλινο ρυτό σε σχήμα κεφαλής ταύρου, λίθινη πρόχους με διπλό χείλος, δύο μεγάλοι τρίτωνες κ.α. Εκτός αυτών βρέθηκαν πολλά μικρά διακοσμητικά αντικείμενα καθώς και σφραγιδόλιθοι, αιγυπτιακοί σκαραβαίοι, κ.α. Σε ένα δωμάτιο φυλάσσονταν, πιθανόν τακτοποιημένα σε κιβώτιο από οργανικό υλικό, εικοσιένα χάλκινα ξίφη, ενώ κάτω από το δάπεδο ενός άλλου, βρέθηκε πυκνό στρώμα από οστά ζώων, αγγεία και πολύτιμα μικροαντικείμενα. Με το στρώμα αυτό είναι πιθανό να σχετίζονται τα υπολείμματα πυρών που εντοπίστηκαν σε ανοικτό χώρο ανατολικά του κτηρίου.
Μια μεγάλη ποσότητα θραυσμάτων τοιχογραφιών με χαρακτηριστικά μυκηναϊκά θέματα που βρέθηκαν στην επίχωση ενός δεύτερου κτηρίου (Κτήριο Β) και σε χώρο απόθεσης απορριμμάτων σε αδόμητη περιοχή, τεκμηριώνει την ύπαρξη τοιχογραφικού διακόσμου στα ανακτορικά οικοδομήματα.
Η ανακτορική εγκατάσταση του Αγ. Βασιλείου μας παρέχει μια μοναδική δυνατότητα να διερευνήσουμε με τη χρήση των σύγχρονων μεθόδων ανασκαφής και ανάλυσης τη δημιουργία και εξέλιξη ενός μυκηναϊκού ανακτορικού κέντρου με στόχο την ανασύνθεση της πολιτικής, διοικητικής, οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης της περιοχής. Παράλληλα εκτιμάται ότι θα προκύψουν νέα στοιχεία σχετικά με τη μυκηναϊκή θρησκεία και ζητήματα γλωσσολογίας και παλαιογραφίας.
Το αρχαιολογικό ερευνητικό πρόγραμμα του Αγίου Βασιλείου εντάσσεται στα προγράμματα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και πραγματοποιείται υπό τη διεύθυνση της επίτιμης διευθύντριας αρχ/των Λακωνίας Αδαμαντίας Βασιλογάμβρου με τη συμμετοχή πολυμελούς επιστημονικής ερευνητικής ομάδας.
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΜΥΚΛΑΙΟΥ
Η συστηματική ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιήθηκε κατά την έναρξη του πενταετούς ερευνητικού προγράμματος Αμυκλών καιολοκληρώνεται αυτό το μήνα υπό τη διεύθυνση του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Άγγελου Δεληβορριά, του κ. Σταύρου Βλίζου από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, και την εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λακωνίας, αποκάλυψετη συνέχεια του περιβόλου κατά μήκος της δυτικής πλαγιάς του λόφου της Αγίας Κυριακής, όπου βρίσκεται το ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα περίπου 5 χλμ. νοτίως της Σπάρτης.
Το σημαντικό αυτό εύρημα έρχεται να συμπληρώσει τα περισσότερο από ενθαρρυντικά πορίσματα των έως τώρα εργασιών. Σύμφωνα με τα πεπραγμένα της περιόδου 2009-2013, ολόκληρη η επιφάνεια του λόφου της Αγ. Κυριακής που σχετίζεται με τη λειτουργία και τα μνημεία του ιερού ερευνήθηκε διεξοδικά. Με τις έρευνες αυτές εντοπίστηκαν στην κορυφή του λόφου λείψανα του πρωτοελλαδικού-μεσοελλαδικού οικισμού και προσδιορίστηκε η πρώτη μνημειακή φάση του ιερού στα υστερογεωμετρικά χρόνια με την αποκάλυψη του παλαιότερου περιβόλου. Ταυτόχρονα, όμως, άλλαξαν τα δεδομένα της έρευνας που είχαν γίνει αποδεκτά έως την έναρξη των πρόσφατων εργασιών: Ο εντοπισμός της τάφρου θεμελίωσης του ναού, του λεγόμενου θρόνου του Απόλλωνα, δημιουργεί νέα δεδομένα σχετικά με τις διαστάσεις του οικοδομήματος, ενώ την εικόνα του αρχαϊκού ιερού συμπληρώνει βορειοδυτικά ένα μνημειακό πρόπυλο.
Μαζί με τον εντοπισμό και την αποκάλυψη αυτής της εισόδου, κατά τις φετινές εργασίες ανατράπηκαν οι γνώσεις μας γιατη μορφή του περιβόλουπου έως σήμερα ήταν γνωστός ως πεταλόσχημη κατασκευή, καθώς αυτός διατρέχει ολόκληρη τη δυτική κλιτύ του λόφου σε συνολικό μήκος περίπου 50 μ. και, κατά τόπους, σε μέγιστο σωζόμενο ύψος 1,20 μ. Σε όλο του το μήκος το τείχος εδράζεται επάνω στο φυσικό πορώδη βράχο του λόφου ο οποίος έχει λαξευτεί δημιουργώντας δύο άνδηρα συνολικού πλάτους 2,50μ. Ανοικτά παραμένουν ακόμα τα ερωτήματα της περαιτέρω πορείας προς τη νότια πλευρά, καθώς και της σύνδεσής του με το γνωστό γωνιακό τμήμα του μνημειακού περιβόλου στο σημείο αυτό. Στο μεγαλύτερο τμήμα της πορείας του τείχους σώζεται η υποθεμελίωση από αδρούς λίθους μεγάλου μεγέθους και, ενίοτε, η εσωτερική τειχοδομία από μεγάλου μεγέθους επεξεργασμένους κροκαλοπαγείς λίθους, ασβεστόλιθους και πωρόλιθους σε σειρές. Η κατασκευή δεν μπορεί ακόμη να χρονολογηθεί με ασφάλεια αφού τόσο η στρωματογραφία όσο και τα κινητά ευρήματα είναι διαταραγμένα. Βέβαιο είναι, όμως, ότι το τείχος δέχθηκε επεμβάσεις στην εξωτερική του πλευρά κατά την ύστερη αρχαιότητα και τα πρωτοχριστιανικά χρόνια.
Όπως προκύπτει από την ανασκαφική έρευνα στο ΒΔ τμήμα του τείχους, κοντά στη μνημειακή είσοδο προς το ιερό, μια κατασκευή της ρωμαϊκής εποχής παραβίασε τμήμα του για τη δημιουργία μιας δεξαμενήςδιαστάσεων 4,00. Χ 4, 00μ. Στο οικοδόμημα αυτό, που σώζεται σε άριστη κατάσταση, το δάπεδο αποτελείται από τετράγωνες πήλινες πλάκες, ενώ την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων καλύπτει υδραυλικό κονίαμα. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά ο χώρος αυτός και εξαιτίας ενός μοναδικού ευρήματος: Στο κέντρο και ακουμπισμένοστην επιφάνεια του δαπέδου βρέθηκε ένα ακέραιο δωρικό κιονόκρανο με υποτραχήλιο. Λόγω της ιδιαίτερης αυτής τυπολογίας μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα στο ναό του Απόλλωνα αφού συμπληρώνει ένα παρόμοιο στο αρχαιολογικό μουσείο της Σπάρτης που βρέθηκε μαζί με άλλα θραύσματα ίδιου τύπου σε παλαιότερες έρευνες στο ιερό.